δαιμονίω

δαιμονίω
δαιμόνιον
divine Power
neut nom/voc/acc dual
δαιμόνιον
divine Power
neut gen sg (doric aeolic)
δαιμόνιος
of
masc/neut nom/voc/acc dual
δαιμόνιος
of
masc/neut gen sg (doric aeolic)
δαιμόνιος
of
masc/fem/neut nom/voc/acc dual
δαιμόνιος
of
masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)
δαιμονάω
to be under the power of a
pres subj act 1st sg (epic doric ionic)
δαιμονάω
to be under the power of a
pres ind act 1st sg (epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δαιμονιώ — δαιμονιῶ ( άω) (Α) [δαίμων] 1. δαιμονώ 2. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ δαιμονιῶν (ἡ δαιμονιῶσα) ο δαιμονισμένος …   Dictionary of Greek

  • δαιμονίῳ — δαιμόνιον divine Power neut dat sg δαιμόνιος of masc/neut dat sg δαιμόνιος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • бѣсовьскыи — (179) пр. к бѣсъ: Зълобоу тъгда възненавидиши. ѥгда разоумѣѥши. ˫ако бѣсовьскъ то ѥсть ножь на ны обостренъ. (δαιμόνων) Изб 1076, 72; разгонѩша тьмоу бѣсовьскоую мл҃твою ЖФП XII, 33в; бѣсовьскымь же соущи д҃хъмь ѡбьржима. (δαιμονίῳ). ЖФСт XII,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …   Dictionary of Greek

  • κατάσχετος — κατάσχετος, ον (Α) [κατέχω] (ποιητ. τ. αντί κάτοχος) 1. αυτός που τόν κατέχει ή τόν κρύβει κάποιος ή κάτι («μή τι και κατάσχετον κρυφή καλύπτει καρδίᾳ θυμουμένῃ», Σοφ.) 2. εμφορούμενος από κάτι («κατάσχετος κακίαις») 3. θεόπνευστος («κατάσχετος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”